- κεφαλαιοποίηση
- Όρος που ως οικονομική έννοια σημαίνει τη διαδικασία μετατροπής του εισοδήματος σε κεφάλαιο ή παλαιών κεφαλαίων σε νέα κεφάλαια.
Στα οικονομικά μαθηματικά, η κ. παίρνει τη σημασία πράξεων, με τις οποίες προστίθενται σε ένα κεφαλαίο οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι. Ένα κεφάλαιο σε χρήμα, όταν δανειστεί (ή επενδυθεί) με ορισμένο επιτόκιο, παράγει τόκο. Προσθέτοντας αυτό τον ληξιπρόθεσμο τόκο στο κεφάλαιο που τον παρήγαγε, αυτός κεφαλαιοποιείται ή μετατρέπεται και σε κεφάλαιο. Υπάρχουν τρεις τύποι κ.: απλή, σύνθετη και συνεχής. Η πρώτη αναφέρεται στην περίπτωση που ο τόκος προστίθεται στο κεφάλαιο στο τέλος της περιόδου της επένδυσής του, η σύνθετη κ., όταν ο τόκος προστίθεται στο κεφάλαιο στο τέλος καθορισμένων ίσων χρονικών περιόδων (π.χ., ενός έτους), ώστε στο τέλος της πρώτης περιόδου το άθροισμα αποτελεί το επενδεδυμένο κεφάλαιο της δεύτερης περιόδου, το άθροισμα της δεύτερης περιόδου είναι το βασικό κεφάλαιο της τρίτης περιόδου κ.ο.κ. Συνεχής κ. γίνεται, όταν οι τόκοι ενσωματώνονται στο κεφάλαιο κάθε στιγμή.
Κ. επίσης καλείται η μαθηματική πράξη, με την οποία μπορεί να καθοριστεί το μέγεθος ενός κεφαλαίου (Κ), όταν είναι γνωστός ο συνολικός τόκος που παρήγαγε (Τ), το επιτόκιο κατά μονάδα (τ) και ο χρόνος για τον οποίο πληρώθηκε ο ολικός τόκος (χ): ο γενικός τύπος είναι Κ = Τ: (τ · χ). Αν το επιτόκιο, για παράδειγμα, είναι 5% και ο ολικός τόκος του έτους είναι 1.000, αν χρησιμοποιηθεί ο τύπος Κ = 1.000 : (5% · 1) προκύπτει η τιμή 20.000, που είναι το αρχικό κεφάλαιο. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να υπολογιστεί η αξία ενός περιουσιακού στοιχείου, αν είναι γνωστό το εισόδημα που παράγει στη μονάδα του χρόνου και το γενικά αποδεκτό επιτόκιο (π.χ. πόσο αξίζει ένα ακίνητο, αν είναι γνωστό το μηνιαίο ή ετήσιο μίσθωμα που αποδίδει).
Τέλος, κ. είναι η χρηματιστηριακή αξία μιας εισηγμένης επιχείρησης, δηλαδή το γινόμενο της τιμής της μετοχής της στο χρηματιστήριο επί τον αριθμό των μετοχών της σε κυκλοφορία. Αυτή αποτελεί την αποτίμηση της αξίας της επιχείρησης από τη χρηματιστηριακή αγορά, που μπορεί να είναι διαφορετική, για παράδειγμα, από τη λογιστική αξία, η οποία προκύπτει από τα βιβλία της επιχείρησης. Κ. ενός χρηματιστηρίου είναι το άθροισμα της κ. των εταιρειών που είναι εισηγμένες σε αυτό.
* * *η1. η μετατροπή εισοδήματος σε κεφάλαιο2. μέθοδος αναγωγής ετήσιου εισοδήματος σε κεφάλαιο3. (στις ασφαλίσεις), η σύμβαση με την οποία μια ασφαλιστική εταιρεία αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει μετά από ορισμένο χρόνο στον ασφαλιζόμενο πελάτη της το ποσόν που σχηματίζεται από τις ανατοκιζόμενες μηνιαίες ή ετήσιες εισφορές του4. φρ. «κεφαλαιοποίηση τόκων» — η ενσωμάτωση στο κεφάλαιο όλων τών τόκων που προήλθαν από αυτό και ο υπολογισμός τών τόκων τής επόμενης χρονικής περιόδου με ανατοκισμό στο νέο κεφάλαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται πλέον το αρχικό κεφάλαιο και οι τόκοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαιοποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalisation. Η λ., στον λόγιο τ. κεφαλαιοποίησις, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως).
Dictionary of Greek. 2013.